- μαλακευτικός
- μᾰλᾰκ-ευτικός, ή, όν,A softening, Sch.D Il.1.582 (nisi leg. μαλακτικός).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαλακεντικός — μαλακευτικός, ή, όν (Α) αυτός που έχει τη δύναμη ή την ικανότητα να μαλακώνει, να καταπραΰνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαλακεύω < μαλακός] … Dictionary of Greek
μαλακευτικοῖς — μαλακευτικός softening masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)